- πολυκεφάλου
- πολυκέφαλοςmany-headedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυκέφαλος — η, ο / πολυκέφαλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλά κεφάλια (α. «πολυκέφαλος Ὕδρα», Αριστοτ. β. «πλάττε τοίνυν μίαν μὲν ἰδέαν θηρίου ποικίλου και πολυκεφάλου», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. αυτός που έχει πολλούς αρχηγούς («πολυκέφαλο κόμμα») αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
Καρτάνος, Ιωαννίκιος — (16ος αι.). Κερκυραίος ιεροκήρυκας και συγγραφέας. Ο Κ. ήταν εκείνος που έγραψε το πρώτο βιβλίο σε δημοτικό πεζό λόγο. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι ήταν ιερομόναχος και μέγας πρωτοσύγκελος Κερκύρων. Με αυτή την… … Dictionary of Greek
Λέρνα ή Λέρνη — Αρχαία παραθαλάσσια τοποθεσία της Αργολίδας, περίπου 7 χλμ. Ν του Άργους, στη θέση του σημερινού οικισμού Μύλοι, στις ανατολικές υπώρειες του όρους Ποντίνου. Ήταν φημισμένη στην αρχαιότητα για τα άφθονα νερά της, τα οποία τροφοδοτούν την αργολική … Dictionary of Greek